αλβίτης

αλβίτης
Ορυκτό με ανοιχτό χρώμα, που ορίζεται χημικά ως πυριτικό άλας του αργιλίου και νατρίου· ο χημικός του τύπος είναι NaAl Si3O8. Αποτελεί τον πιο όξινο τύπο και συνεπώς το πιο πλούσιο σε πυρίτιο ορυκτό της σειράς των πλαγιοκλάστων (που είναι ισόμορφες παραμείξεις α. και ανορθίτη). Η μορφή των κρυστάλλων του δίνει το όνομα σε μια τάξη του τρικλινούς συστήματος (αλβιτικός τύπος). Συναντάται συχνά στα όξινα εκρηξιγενή πετρώματα, αλλά οι πιο ωραίοι κρύσταλλοι συναντώνται στα μεταμορφωσιγενή πετρώματα (δευτερογενής α. που προέρχεται από χημική αλλοίωση άλλων ορυκτών). Κρύσταλλος αλβίτη (φωτ. Gilardi).
* * *
(Ορυκτ.)
πολύ κοινό ορυκτό τής ομάδας τών αστρίων με χημικό τύπο Na(AlSi3O8) (αργιλοπυριτικό νάτριο). Είναι το πρώτο μέλος τών πλαγιοκλάστων και συμβολίζεται με Ab.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. albite < λατ. albus «λευκός» + κατάλ. -ite (πρβλ. -ίτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άστριοι — Ομάδα ορυκτών με πολύπλοκη χημική σύσταση, τα οποία βρίσκονται σχεδόν σε όλα τα πετρώματα και αποτελούν τα κύρια συστατικά των εκρηξιγενών και των μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων, ενώ δευτερογενώς (προέρχονται από την αποσάθρωση των προηγουμένων)… …   Dictionary of Greek

  • δυναμομεταμόρφωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία για να περιγράψει τις βαθιές οριστικές μεταβολές που προκαλούνται στα πετρώματα της επιζώνης της λιθόσφαιρας και οφείλονται κατά κύριο λόγο στον παράγοντα πίεση, η οποία προκαλείται ως συνέπεια των ισχυρών… …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • πλαγιόκλαστα — Σημαντική οικογένεια πυριτικών ορυκτών: πρόκειται για ασβεστονατριούχους αστρίους, και είναι πολύ διαδομένα στα εκρηξιγενή, ιζηματογενή και μεταμορφωμένα πετρώματα. Τα π. αποτελούνται από ισόμορφο παράμειξη δύο ορυκτών: αλβίτη (NaAlSi3O8) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”